Πτολεμαική

Πτολεμαική
Πτολεμαϊκή , Πτολεμαικός
of Ptolemy
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ναύκρατις — Αρχαία ελληνική αποικία της Αιγύπτου. Βρισκόταν κοντά στον κανωβικό βραχίονα του Νείλου, στην περιοχή της Σαΐδας, 75 χλμ. ΝΑ της Αλεξάνδρειας. Ιδρύθηκε περί τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από τους Μιλησίους μισθοφόρους του Ψαμμητίχου A’. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτης — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …   Dictionary of Greek

  • κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”